«Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ» |
«Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ» |
Το Πολιτιστικό Κέντρο της Καλοσκοπής εκτός της Λαογραφικής Έκθεσης διαθέτει και 1240 βιβλία παλαιότερων και νεώτερων εκδόσεων.
Περιλαμβάνει τα βιβλία του πρώην Δημοτικού σχολείου με εκδόσεις και εγκυκλοπαίδειες από το έτος 1950 και βιβλία της πρώην Κοινοτικής βιβλιοθήκης, πολλά από τα οποία είναι δωρεές συγχωριανών μας.
Επιπλέον περιλαμβάνει και τα βιβλία που έχουν εκδώσει συγχωριανοί μας.
Την καλοκαιρινή περίοδο που λειτουργεί καθημερινά το Πολιτιστικό Κέντρο τα βιβλία μπορούν να δανείζονται σε μέλη του Συνδέσμου για περιορισμένο χρόνο και σε όσους επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν για λαογραφική έρευνα, μελέτες, εργασίες κλπ.
Το δημοτικό σχολείο Καλοσκοπής έκλεισε το 1987 λόγω έλλειψης μαθητών.
Η ανακαίνιση του σχολικού κτιρίου το 1998, από τον ΕΟΤ, προσέφερε τη δυνατότητα να στεγαστεί σε αυτό το Πολιτιστικό Κέντρο Καλοσκοπής, όπου φιλοξενείται και η μόνιμη Λαογραφική Έκθεση "Ιστορία και Λαογραφία της Καλοσκοπής".
Στην έκθεση υπάρχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν τον αγώνα ζωής και αποτελούν μαρτυρίες της τοπικής παράδοσης και του πολιτισμού. Εξαρτήματα φορεσιάς, εργαλεία τεχνιτών, αγροτικά, αλλά και του σπιτιού είναι τα κυριότερα είδη που εκτίθενται. Aνάμεσά τους πλήρη τα εργαστήρια του σαμαρά – πεταλωτή και του τσαγκάρη.
Από το καλοκαίρι του 2024 και με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τη δημιουργία της, η Λαογραφική Έκθεση εμπλουτίστηκε με νέα πτέρυγα, αφιερωμένη στο παλιό σχολείο της Καλοσκοπής, με εκθέματα από την καθημερινή σχολική ζωή.
Tους θερινούς μήνες λειτουργεί καθημερινά, ενώ τους υπόλοιπους μήνες μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Πρόεδρο του συνδέσμου κ. Νάκο (τηλ. 6944736677).
Στο Πολιτιστικό κέντρο θα βρείτε βιβλία καλοσκοπιτών συγγραφέων, καρτ ποστάλ, ημερολόγια αναμνηστικά και, ανάλογα με την εποχή, τραχανά, χυλοπίτες, ρίγανη, τσάι και σπιτικά γλυκά που φτιάχνουν εκ περιτροπής οι καλοσκοπίτισες για την ενίσχυση του Κέντρου.
Λούκα λούκα νίκα
μες’ την ταβριτζίκα
Άντε μωρέ Γιάννη
Φέρε μας λουκάνι
ας είναι και σαλάμι
περιμένοντας οι νοικοκυρές να τους φιλέψουν λουκάνικα που είχαν φτιάξει τα Χριστούγεννα και κρασί
Το Μεγάλο Σάββατο οι άντρες της κάθε γειτονιάς πήγαιναν στο βουνό για να κόψουν ξύλα για το ψήσιμο του αρνιού. Στην Καλοσκοπή ψήνουν ομαδικά, κατά γειτονιά, στους λεγόμενους «λάκκους»
Ανήμερα το Πάσχα οι άνδρες πάνε το πρωί στο λάκκο για να ανάψουν τη φωτιά και οι γυναίκες έρχονται αργότερα φέρνοντας μεζέδες, κρασί και κόκκινα αυγά. Μέχρι να ψηθεί το αρνί τραγουδούν, χορεύουν και κερνάνε όλους τους επισκέπτες. Είναι έθιμο ομάδες από κάθε γειτονιά να κάνουν επίσκεψη σε άλλη. Όταν τελειώσει το ψήσιμο όλων των αρνιών του λάκκου ψάλετε το Χριστός Ανέστη και ο καθένας μεταφέρει το αρνί στο σπίτι όπου συνεχίζεται το γλέντι.
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα ανηφορίζουν στον Άι Γιώργη, τον πολιούχο του χωριού, για τη Λειτουργία της «Αγάπης». Παλαιότερα μετά την λειτουργία της στην πλατεία του χωριού το «χοροστάσι» σχηματιζόταν χορός και γλέντι με συνοδεία ντόπιων οργανοπαιχτών.
Της Αγίας Τριάδας γίνεται πανηγύρι στο ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται έξω από το χωριό, στο δρόμο προς την Παύλιανη, σε υψόμετρο 1.400 μ. Σ’ ένα μικρό ξέφωτο και κάτω από αιωνόβια πλατάνια με δύο βρύσες, είναι χτισμένο το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας πλάι σε πυκνό δάσος από έλατα. Παλαιότερα οι χωριανοί πήγαιναν στο πανηγύρι φορτώνοντας τα μουλάρια τους με όλες τις ετοιμασίες για πλούσιο φαγοπότι. Κυριαρχούσαν οι τυρόπιτες και οι προβέντες (ψωμί κεντημένο και στολισμένο με ζάχαρη στην επάνω πλευρά του). Όλοι μετά την εκκλησία έπιαναν τους ίσκιους έβαζαν κάτω τα πολύχρωμα στρωσίδια και άπλωναν επάνω τα φαγητά τους. Ήταν όλοι καλοδεχούμενοι.Κάτω από τα πλατάνια μπροστά από το εκκλησάκι στήνονται ακόμη και σήμερα οι ψησταριές και κυριαρχούν οι μυρωδιές των ψητών ενώ ακούγονται οι λαϊκοί-δημοτικοί σκοποί με τραγούδια και χορό. Όλα αυτά πλαισιωμένα από το μοναδικό τοπίο όπου δεσπόζουν τα έλατα κι αν έχει ζεστάνει ο καιρός σπάρτα λουλουδιασμένα. Υπάρχει στεγασμένος χώρος (κιόσκι) με τραπέζια και πάγκους, χτιστή ψησταριά που μπορεί όποιος θέλει ελεύθερα να χρησιμοποιήσει
Η κάθε οικογένεια στην Καλοσκοπή έτρεφε ένα γουρούνι με σκοπό να το σφάξει τα Χριστούγεννα ώστε με το κρέας και το κυρίως το λίπος να περάσουν μέχρι τις Απόκριες που άρχιζε η νηστεία.
Το λαμπρότερο γεγονός του χωριού. Οι γάμοι κατά το πλείστον γίνονταν με προξενιό. Οι προξενητές και οι προξενήτρες διαπραγματεύονταν την προίκα με τους προστάτες ή κηδεμόνες της νύφης. Πολλές φορές το υποψήφιο ζευγάρι δεν είχε καν συναντηθεί.
Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή. Η διαδικασίες όμως είχαν ξεκινήσει από την προηγούμενη Τετάρτη στο σπίτι της νύφης, όπου πιάνονταν τα προζύμια. Από νωρίς δύο κοπέλες πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έδιναν από ένα λουλούδι στους νέους του χωριού καλώντας τους στο ανάπιασμα των προζυμιών.
Όταν το βράδυ άρχιζαν να μαζεύονται οι νέοι, διασκέδαζαν με τραγούδια και κρασί ενώ δύο κοπέλες, που έπρεπε να έχουν μάνα και πατέρα, κοσκίνιζαν το αλεύρι και «έπιαναν» το προζύμι με το οποίο θα ζύμωναν τη γαμήλια κουλούρα. Μέσα στο ζυμάρι έριχναν μερικά κέρματα και οι νεαροί βουτούσαν το στόμα τους στη μάζα του ζυμαριού για να τα πιάσουν και γινόντουσαν κάτασπροι απ’ το αλεύρι. Με αυτό το προζύμι ζύμωναν τα ψωμιά του γάμου και τη ζαχαρωτή κουλούρα που θα έσπαζε η νύφη πριν μπει στο σπίτι του γαμπρού.
Μετά τα προζύμια, την Παρασκευή το βράδυ, στο σπίτι της νύφης, γινόταν τα «προικιά» δηλαδή η έκθεση της προίκας. Tο κάλεσμα για τα προικιά γινόταν με την προσφορά λουλουδιών. Οι κοπέλες είχαν στοιβάξει σε μια γωνία του σπιτιού το ρουχισμό της νύφης, το λεγόμενο «γιούκο», που ήταν καλοδουλεμένος με τέχνη, γούστο και μεράκι. Κάθε καλεσμένος έβαζε στις δίπλες του «γιούκου» ένα χαρτονόμισμα ευχόμενος υγεία, ευτυχία και χαρά. Δεν έλειπε, βεβαία, το καθιερωμένο κέρασμα και το γλέντι, με κλαρίνα και νταούλια. Για το γάμο το κάλεσμα γινόταν από ένα παιδί το οποίο έδινε πολύχρωμα κουφέτα τυλιγμένα στο χαρτί κι έναν μεγαλύτερο που κέρναγε κρασί κάθε καλεσμένο (μια γουλιά από την τσίτσα και ή αργότερα από το μπουκάλι).
Την Κυριακή το πρωί άρχιζαν τα τραγούδια του γάμου στο σπίτι του γαμπρού, όπου τον ξύριζαν και τον έντυναν. Ανάλογο γλέντι γινόταν και στο σπίτι της νύφης με μουσική και τραγούδια.
Όταν ο γαμπρός έφευγε με την παρέα του, με τους συγγενείς, τους φίλους και όλο το συμπεθεριό για το σπίτι της νύφης, μπροστά πήγαινε ο πατέρας του κρατώντας την «τσίτσα» με τη ρακή στο χέρι, και όλοι μαζί ενώ ακολουθούσαν τα όργανα:
«Ας παν … να ιδούν τα μάτια μου
πώς τα περνάει η αγάπη μου
μην ηύρ’ αλλού κι αγάπησε
κι εμένα με παράτησε …»
Μπροστά από την πομπή και το γαμπρό προχωρούσαν «οι συχαρικιάρηδες» καβάλα στ’ άλογά τους τρέχοντας να μεταφέρουν το μήνυμα στο σπίτι της νύφης ότι ο γαμπρός έρχεται. Η νύφη τους κέρναγε κόκκινο κρασί και τους καρφίτσωνε και ένα μαντίλι στο πέτο. Και εκείνοι καλπάζοντας με τ’ άλογά τους επέστρεφαν και στη συνέχεια ακολουθούσαν το συμπεθεριό του γαμπρού. Όταν ο γαμπρός και όλη η πομπή έφταναν στο σπίτι της νύφης και αντάμωναν τα δύο συμπεθεριά, τότε γινόταν ο εναγκαλισμός των μελλονύμφων μέσα σε τουφεκιές και μεγάλο σαματά. Ευχές, συμβουλές και παινέματα για την καινούργια ζωή τους.
Τα στοιβαγμένα από πριν προικιά φορτώνονταν στα υποζύγια του γαμπρού για να τα μεταφέρουν στο σπίτι όπου θα έμενε το νιόπαντρο ζευγάρι. Σύμφωνα με το έθιμο, τα προικιά δεν τα παρέδιδαν εάν δεν έπαιρνε καλό χαρτζιλίκι κάποιος νεαρός συγγενής της νύφης ο οποίος ήταν καθισμένος επάνω τους. Αφού του έταζαν-του έταζαν, και ικανοποιούσαν την επιθυμία του, άρχιζαν να τα φορτώνουν τραγουδώντας:
«Φορτώστε τα προικιά καλά
θα παν στον πέρα μαχαλά.
Να μην πέσουν στα νερά
Και θα μαλώνει η πεθερά».
Στη συνέχεια τα δύο συμπεθεριά σχηματίζοντας μια τεράστια γαμήλια πομπή κατευθύνονταν στην εκκλησιά με τη συνοδεία των λαϊκών οργάνων. Τα τραγούδια του γάμου τα τραγουδούσαν πρώτα οι συμπέθεροι και τα επαναλάμβαναν τα λαϊκά όργανα:
«Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μάνα μ’ μ’ έδιωχνε από το σπιτικό μου
κι ο πατέρας μου, κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας και φεύγω παραπονιώντας …»
Μετά τα στέφανα έφευγε η νύφη καβάλα σε άσπρο, συνήθως, άλογο, με συνοδεία οργάνων, ενώ ακολουθούσε ο γαμπρός και όλο το συμπεθεριό τραγουδώντας. Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού του γαμπρού τους υποδεχόταν η πεθερά. Τότε η νύφη μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, κι ενώ βρισκόταν ακόμα καβάλα στ’ άλογο, έσπαζε πάνω στο κεφάλι της τη ζαχαρωτή κουλούρα «προβέντα» του γάμου και πέταγε τα κομμάτια της στα αγαπημένα γύρω πρόσωπα. Πάντα με τη συνοδεία των οργάνων τραγουδούσαν οι κοπέλες:
«Πέτα μήλο πέτα ρόιδι πέτα κόκκινο σταφύλι»
Η νύφη πετούσε στα συγγενικά της πρόσωπα ρόδια και μήλα που επάνω τους ήταν καρφωμένα διάφορα νομίσματα. Το μήλο συμβολίζει την αγάπη και το ρόδι τη γονιμότητα.
Όταν ο γαμπρός την κατέβαζε από το άλογο, η πεθερά της προσέφερε μέλι με καρύδι για μια γλυκιά και χαρούμενη ζωή. Κατόπιν η νύφη πατούσε πάνω σε ένα σίδερο που ήταν τοποθετημένο στην πόρτα, για να είναι σιδεροκέφαλη και να της φέρνει γούρι.
Πολλά δώρα χάριζε η νύφη στην πεθερά της, τα οποία λέγονταν «ζώσματα». Καρφίτσωνε στα πέτα των συγγενών και των φίλων μαντίλια ενώ υπήρχαν δώρα και για τους κουνιάδους, τις κουνιάδες και τους στενούς συγγενείς.
Στη συνέχεια μια ομάδα από συμπεθέρους πήγαινε με τα λαλούμενα στο σπίτι του κουμπάρου να τον προσκαλέσουν στο τραπέζι του γάμου. Σ’ όλους τους δρόμους έβγαιναν οι γείτονες κρατώντας μια κανάτα με κρασί και τους κερνούσαν: «Να ζήσουν σαν τα ψηλά βουνά οι νιόπαντροι, και στα δικά σας οι ανύπαντροι», ήταν ευχές που ακουγόντουσαν παντού.
Ο κουμπάρος περίμενε στο σπίτι του. Έφταναν οι συμπέθεροι με κεράσματα και με τραγούδια και πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Σύμφωνα με το έθιμο, ο κουμπάρος έφερνε πάντα το δικό του φαγητό στο γαμήλιο τραπέζι, που συνήθως ήταν στιφάδο, και καλό κρασί, ενώ ακούγονται τραγούδια του γάμου όπως:
«τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια τώρα οι πέρδικες
συχνολαλούν και λένε “ξύπνα αφέντη μου,
ξύπνα γλυκιά μου αγάπη,
ξύπνα κι αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο
κι άσπρονε λαιμό σαν το μαργαριτάρι” …»
Ακολουθούσε ο τσάμικος χορός των νεονύμφων και του.
Υπήρχε ακόμη το τραγούδι του γαμπρού, που το χόρευε ο ίδιος.
«απόψε μαυρομάτα μου θα κοιμηθούμε αντάμα
βάλε στρώματα φαρδιά, διπλά τα μαξιλάρια …»
Τα χωράφια στο χωριό είναι λίγα και αυτά δύσκολα καλλιεργούνται λόγω της μικρής τους έκτασης και της ιδιομορφίας του εδάφους. Ορισμένα είναι ποτιστικά (πατάτες, φασόλια κ.ά.) και άλλα ξερικά (δημητριακά), εν τούτοις τα καλλιεργούσαν όλα. Έπρεπε να βγει το ψωμί της χρονιάς.
Η ΣΠΟΡΑ στην Καλοσκοπή έπρεπε να γίνει γύρω στα Εισόδια της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου, (γι’ αυτό ονομαζόταν η Παναγία η Μεσοσπορίτισσα). Υπήρχε μάλιστα η δοξασία ότι όσα χωράφια τα είχαν σπείρει μέχρι της Παναγίας φύτρωναν αμέσως ενώ τα υπόλοιπα καθυστερούσαν πάνω από σαράντα μέρες. Παλιότερα στα Εισόδια της Θεοτόκου, οι γυναίκες του χωριού έβραζαν «Μπούλια».
Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ λόγω του μεγάλου υψομέτρου του χωριού γινόταν πολύ αργά, η παραγωγή ήταν ελάχιστη. Ο θερισμός του σταριού γινόταν με δρεπάνια. Οι θεριστές σχημάτιζαν «χειρόβολα» τα οποία άφηναν πίσω τους στο χωράφι και ένας απ’ αυτούς, που τον έλεγαν «μπαγλαντζή», τα συγκέντρωνε και τα ’κανε δεμάτια. Τα μετέφεραν στο χωριό και σχημάτιζαν θημωνιές στα αλώνια περιμένοντας να τα αλωνίσουν.
ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ – ΛΙΧΝΙΣΜΑ. Ο Αλωνισμός γινόταν σ’ ένα καλοστρωμένο αλώνι όπου στο κέντρο του ήταν τοποθετημένος ένας στύλος, στον οποίο έδεναν τα άλογα που γύριζαν γύρω-γύρω για να πατούν τα στάχυα. Τον στύλο τον ονόμαζαν «άνεμο» και πολλές φορές τον στόλιζαν με λουλούδια (βασιλικούς και μαντζουράνες). Τον «άνεμο» τον κρατούσαν τα παιδιά και σαλαγούσαν τ’ άλογα. Τον αλωνισμό τον έκανε ο «βαλμάς», ένας άνθρωπος που περιόδευε με τα άλογά του και σε άλλα χωριά για το σκοπό αυτό.
Ο αλωνισμός έμοιαζε με γιορτή. Τη γραφική αυτή διαδικασία την ακολουθούσε το λίχνισμα. Οι αγρότες περίμεναν ένα ελαφρύ αεράκι για να ξεχωρίσουν το στάρι από το άχυρο, σηκώνοντας τον καρπό ψηλά με τα ξύλινα «καρπολόγια». Έτσι, ο αέρας έπαιρνε μακριά το άχυρο ενώ ο καρπός του σταριού έπεφτε βαρύς στο έδαφος. Σ’ αυτή την εργασία είχαν την αγωνία του καιρού – δεν έπρεπε να βρέξει γιατί θα ήταν καταστροφικό για τη σοδειά. Αφού λίχνιζαν το «λιώμα» και χώριζαν το άχυρο απ’ το στάρι το μετέφεραν με σακιά στο σπίτι τους και γέμιζαν τα αμπάρια τους.
Ο ΤΡΥΓΟΣ για τους Κουκουβιστιανούς ήταν άλλη μια γιορταστική περίοδος. Νέοι, γέροι, γυναίκες, όλοι πηγαινοερχόντουσαν με βιασύνη κατευθυνόμενοι προς τ’ αμπέλια για να μαζέψουν τα σταφύλια. Τρυγώντας γινόταν συγχρόνως και η μεταφορά των στουμπηγμένων σταφυλιών στις τεράστιες «κάδες» (τραπεζονιές). Τα σταφύλια που τρυγούσαν τα μάζευαν πάνω σε ένα στρωσίδι δίπλα στην «τρυγόκαδη» για να πατηθούν. Ακολουθούσε το βράσιμο των σταφυλιών (τσίπρα) στις «τραπεζονιές» και ύστερα ο μούστος έμπαινε στα βαρέλια για να ρετσινωθεί και με τον καιρό να γίνει καλόπιοτο κρασί. Έτσι, όταν το κρασί ήταν έτοιμο συμπλήρωνε τα αγαθά του σπιτιού για τις γιορτές αλλά ακόμα πιο απαραίτητο ήταν για τον κουρασμένο αγρότη που το γευόταν μετά τη δουλειά του.Προπολεμικά καλιεργούνταν στην Καλοσκοπή περίπου 4.000 στρέματα αμπέλια. Το κρασί ήταν πηγή εδόδων για τους Καλοσκοπίτες που το πουλούσαν σε χωριά που ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία όπως ήταν το Μαυρολιθάρι, η Μουσουνίτσα, η Τρέμισα, κ.ά.
Απ’ τα υπόλοιπα των σταφυλιών, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία, έβγαινε το τσίπουρο και η ρακή. Αυτά γινόντουσαν με το «ρακαριό», παραδοσιακό αποστακτήρα.
ΓΡΑΦΕΙΑ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ
Πειραιώς 4, 10431 ΑΘΗΝΑ
2105238158
agia.triada@kaloskopi.gr